βλαστών — βλαστάνω bud aor part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek
ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα … Dictionary of Greek
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek
θαλλόφυτα — Μία από τις τρεις μεγάλες υποδιαιρέσεις του φυτικού κόσμου που περιλαμβάνει τα φύλλα των μυξομυκήτων, των ευγλενοφυκών, των πυροφυκών, των χρυσοφυκών, των χλωροφυκών, των χαροφυκών, των φαιοφυκών, των ροδοφυκών, των ενυκήτων και των λειχήνων. Τα… … Dictionary of Greek
ματζουράνα — Κοινή ονομασία πολυετούς θαμνώδους φυτού της οικογένειας των χειλανθών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία του είναι Origanum majorana ήMajorana hortensis. Πρόκειται για φρύγανο, το ύψος του οποίου φτάνει τα 30 60 εκ. Ο βλαστός του είναι… … Dictionary of Greek
τριανταφυλλιά — Κοινή ονομασία φυτών του γένους ροδή, της οικογένειας των ροδιδών (δικοτυλήδονα)· πλήθος ποικιλίες και παραλλαγές των φυτών αυτών καλλιεργούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς. Είναι ένα γένος πολύ πλούσιο σε είδη και γίνεται συνεχώς πλουσιότερο με… … Dictionary of Greek
βίβλος ή βιβλική ζώνη — (Βιολ.). Δευτερογενής ιστός στους βλαστούς και στις ρίζες των φυτών, ο οποίος παράγεται από το κάμβιο και αποτελείται από ηθμώδη αγγεία (ηθμοσωλήνες), συνοδευόμενα από βιβλικές ίνες και βιβλικό παρέγχυμα. Γενικά, σχηματίζει φυλλοειδή στρώματα, με … Dictionary of Greek
сверхчеловек — Ср. ...Jeder kommt zu Fall, Der sich, obwohl als Mensch geboren, stolz Ein Uebermensch zu sein vermisst. Egon Berg. Ср. Όστις ανθρώπου φύσιν βλαστων, επειτα μη κατ ανθρωπον φρονει. Sopokl. Ajax … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Сверх-человек — Сверхъ человѣкъ. Ср. Jeder kommt zu Fall, Der sich, obwohl als Mensch geboren, stolz Ein Uebermensch zu sein vermisst. Egon Berg. Ср. Ὄστις ἀνθρώπου φύσιν βλαστὼν, ἔπειτα μὴ κατ’ ἄνθρωπον φρονεῖ. Sopokl. Ajax … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)